- ξυνήιος
- ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊακοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θε-ήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού πληθ. τού ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].
Dictionary of Greek. 2013.